- επανακύκλησις
- ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [επανακυκλώ]περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.)μσν.(για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.